Ο οικισμΟς στο ΔΙστομο
|
eng
|
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο, ένας νεαρός άντρας κατηγορήθηκε ότι διέπραξε ένα τρομερό αδίκημα σε βάρος μια γυναίκας. Ο βασιλιάς διέταξε να παρουσιαστεί μπροστά του και να απολογηθεί για το σοβαρό του παράπτωμα μπροστά στην αδικημένη γυναίκα. Η ποινή: θάνατος δια αποκεφαλισμού. Ο άντρας γονατιστός παρακάλεσε το βασιλιά να τον λυπηθεί και να του χαρίσει τη ζωή και ο βασιλιάς, με τα πολλά, δέχτηκε με την εξής μια προϋπόθεση: αν κατάφερνε να βρει μέσα σε ένα χρόνο τι είναι αυτό που θέλουν οι γυναίκες, τότε θα μπορούσε να κρατήσει το κεφάλι του. Ο άντρας ρώτησε διαφορετικές γυναίκες, καθεμία όμως του έδινε και μια διαφορετική απάντηση. Και έτσι έφτασε η τελευταία μέρα του χρόνου χωρίς ο νέος να έχει βρει την απάντηση που θα του έσωζε τη ζωή. Ξαφνικά, μέσα στο σκοτάδι, εμφανίστηκε μπροστά του μια γυναίκα με τρομερή όψη φιδιού και του είπε: “θα σου αποκαλύψω τι είναι αυτό που θέλουν οι γυναίκες αρκεί να με παντρευτείς”. Ο νέος δέχτηκε και χαρούμενος με το ξημέρωμα της επομένης πήγε στο βασιλιά. Εκείνος τον ρώτησε: “λοιπόν, μετά από ένα χρόνο, βρήκες τι είναι αυτό που θέλουν οι γυναίκες;”. Και ο νέος γεμάτος αυτοπεποίθηση του αποκρίθηκε: ”Αυτό που θέλουν οι γυναίκες είναι να μπορούν να ορίζουν τη μοίρα τους”. Ο βασιλιάς ρώτησε την αδικημένη γυναίκα αν συμφωνεί και όλες τις γυναίκες που παρίσταντο και με την ομόφωνη συμφωνία τους, ο νεαρός άντρας αφέθηκε πανηγυρικά ελεύθερος. Τώρα, όμως, έπρεπε να κρατήσει την υπόσχεσή του και να παντρευτεί τη γυναίκα-φίδι.
Και όντως την παντρεύτηκε και ξύπνησε το επόμενο πρωί για να βρει δίπλα του μια πανέμορφη κοπέλα. Η κοπέλα του εξομολογήθηκε τότε ότι μια κακιά μάγισσα την είχε καταραστεί να έχει την όψη φιδιού μέχρι να βρει κάποιον να την παντρευτεί. Και τώρα θα έπρεπε εκείνος να αποφασίσει αν θα ήθελε να την έχει όμορφη το πρωί για να κυκλοφορεί μαζί της στον κόσμο και το βράδυ στο σπίτι να είναι γυναίκα-φίδι ή να είναι το πρωί φίδι και το βράδυ στο σπίτι τους πανέμορφη γυναίκα. Ο νέος το σκέφτηκε λίγο και της αποκρίθηκε: ”Είσαι ελεύθερη να επιλέξεις αυτό που θέλεις”. Τότε τα μάγια λύθηκαν μια για πάντα και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. *1
Λίγο πιο μακριά από όλα αυτά, σε ένα άλλο μέχρι πρότινος βασίλειο, στην Ελλάδα του 1969, και εν μέσω δικτατορίας, γεννήθηκε ένα εγχείρημα που χαρακτηρίστηκε ορόσημο στην ελευθερία έκφρασης και επιλογής στην αρχιτεκτονική. Ο λόγος για το σχεδιασμό του οικισμού στο Δίστομο Βοιωτίας από τη Σουζάνα και το Δημήτρη Αντωνακάκη. Πρόκειται για ένα συγκρότημα εργατικών κατοικιών που ανατέθηκε στους αρχιτέκτονες προκειμένου να στεγάσει τους εργαζόμενους στα μεταλλεία βωξίτη της εταιρείας Αλουμίνιον Ελλάς Α.Ε. Έπειτα από το αίτημα του ιδιοκτήτη να χτιστούν τρεις διαφορετικές πολυκατοικίες που θα στέγαζαν ανάλογα με τη θέση τους τους εργαζόμενους (διοικητικοί υπάλληλοι, μηχανικοί, εργάτες), οι αρχιτέκτονες αποφάσισαν να προτείνουν μια εναλλακτική σε αντίθεση με το κοινωνικά παρωπιδικό για εκείνους σενάριο. Βάσει της εναλλακτικής αυτής, σχεδιάστηκε ένας οικισμός με βασικές συνιστώσες την κοινωνική συμβίωση και τη μελλοντική εξέλιξη που στηρίζεται στην ανάμιξη των διαφόρων ειδικοτήτων και κατ' επέκταση κοινωνικών ομάδων. Ο χώρος οργανώνεται με βάση ένα σύστημα από ζώνες που τρέχουν παράλληλα η μια στην άλλη και στις οποίες εναλλάσσονται το ιδιωτικό και το δημόσιο, ανοιχτοί και κλειστοί χώροι.*2 Έτσι, οι διαφορετικές ομάδες στεγάζονται ανάλογα με τις ανάγκες τους και δεν περιορίζονται σε κοινωνικά στεγανές περιοχές.
Το έργο αυτό ακόμα και αν δεν υλοποιήθηκε σύμφωνα με το σχεδιασμό του και εγκαταλείφθηκε μετά από 26 χρόνια ζωής (1971-1997) παραμένει κατά κοινή ομολογία ένα από τα πιο ριζοσπαστικά εγχειρήματα της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής ακριβώς γιατί εισήγαγε σε πολλαπλές διαστάσεις τη σημασία της ελευθερίας της επιλογής.
“Αυτός ο κοινωνικός διαχωρισμός σε τρεις κατηγορίες των ανθρώπων που μας ζητήθηκε ιδιαίτερα τότε στο κλίμα της εποχής ήταν για εμάς απολύτως απαράδεκτος και αποκρουστικός”.*3 Δεδομένης της πολιτικής κατάστασης αλλά και της φύσης του έργου, η λύση που πρότεινε ο εργοδότης ήταν η πιο λογική. Έως τότε και για δύο αιώνες, από τη στιγμή που θεσμοθετήθηκε ο όρος εργατική κατοικία, αποκλειστικό στόχο αποτελούσε η μέγιστη αποδοτικότητα είτε αυτό μεταφράζονταν ως ενίσχυση του θεσμού της οικογένειας, είτε ως μέγιστη επίτευξη συνθηκών υγιεινής· γενικά, ως οτιδήποτε μπορούσε να κρατήσει τους εργαζόμενους μιας επιχείρησης συγκεντρωμένους, υγιείς και “προγραμματισμένα” ευτυχισμένους.*4 Οι Αντωνακάκη, ενώ σχεδίασαν την πρόταση που τους ζητήθηκε, πρότειναν παράλληλα την εναλλακτική του οικισμού, δίνοντας την επιλογή στον πελάτη τους να διαλέξει ανάμεσα στο έως τότε δεδομένο και το καινοτόμο, στον προγραμματισμένο χώρο και το χώρο μιας κοινωνικής επιλογής βασισμένης στο τυχαίο της συνάντησης.
Αυτό που ουσιαστικά τόλμησαν οι αρχιτέκτονες είναι να δώσουν μια νέα απάντηση στο τι θα μπορούσε να γίνει, στο τι σημαίνει εργατική κατοικία ή εργατικός οικισμός. Το έργο αυτό εκτιμήθηκε και ιδιαίτερα στους αρχιτεκτονικούς κύκλους (αν και πιο συλλογικά είναι λιγότερο γνωστό) γιατί κατάφερε από τη μια να πείσει τον εργοδότη από την άλλη, να κάνει ρεαλιστική μια μικρή μορφή ιδεαλιστικής ουτοπίας. Ακόμα περισσότερο, γιατί, αρχιτεκτονικά, και παρότι σκληρά ορθολογιστικό και μπετονένιο, κατόρθωσε να ακουμπήσει σε ένα φυσικό περιβάλλον με λεπτή ευαισθησία χωρίς να είναι παράταιρο ή προσποιητό και παράλληλα να εμφυσήσει τις αξίες της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής που και οι δύο αρχιτέκτονες είχαν μελετήσει διεξοδικά ήδη από τη φοίτησή τους έως και τα πρώτα επαγγελματικά τους χρόνια. Πιο σημαντικά, γιατί τόλμησε να χωρέσει όλο τον ενθουσιασμό των αρχιτεκτόνων να φανταστούν όχι μόνο έναν εργατικό “αποδοτικό” οικισμό αλλά μια οργανική πόλη με δυνατότητες εξέλιξης στο χώρο και στο χρόνο.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η επιλογή αυτή των αρχιτεκτόνων σήμαινε και ελευθερία επιλογών για τους χρήστες του έργου. Στον προτεινόμενο οικισμό, το ιδιωτικό, το δημόσιο και το κοινόχρηστο εναλλάσσονταν ροϊκά και με μια εύγλωττη πολυπλοκότητα. Σύμφωνα με τη Σουζάνα Αντωνακάκη “προσπαθούμε να υπάρχει το κίνητρο για συγκερασμό της ζωής, να υπάρχει η δυνατότητα από το σχεδιασμό να γίνονται οι συναντήσεις αλλά να υπάρχει και το δημόσιο και το ιδιωτικό σε ένα σύνολο”.*5 Το νέο στοιχείο που υιοθέτησαν όμως οι Αντωνακάκη, ήταν οι ενδιάμεσοι χώροι, μια συνθήκη που ο κάθε χρήστης μπορεί να ερμηνεύσει προσωπικά και επακόλουθα να χρησιμοποιήσει κατ' επιλογή και ανάγκη. Οι ενδιάμεσοι χώροι ενυπήρχαν ήδη ως κύριο χαρακτηριστικό στην παραδοσιακή ελληνική αρχιτεκτονική, περιγράφηκαν όμως με σαφήνεια και από την ομάδα των Team X ως ένα από τα τέσσερα σημεία δημιουργικής προσέγγισης της αρχιτεκτονικής. “Η χωρική αμφισημία ανάμεσα στο μέσα και το έξω, ορίζουν όπως ισχυρίζεται και ο Simmel, ένα πραγματικό χώρο επιλογής και ελευθερίας.”*6
Στην περίπτωση του Δίστομου, όμως, το πείραμα απέτυχε. Όπως περιγράφει ο Δημήτρης Αντωνακάκης: “Απ'ό,τι απεδείχθη εκ των υστέρων, και οι τρεις αυτές διαφορετικές ομάδες (διοικητικοί υπάλληλοι, μηχανικοί, εργάτες) προτιμούσαν να κάθονται σε διαφορετικές περιοχές στο εστιατόριο και στην ταβέρνα και αισθανόντουσαν καλά όλοι μαζί. Αλλά αυτά τα διαπιστώσαμε εκ των υστέρων και αποτελεί αντικείμενο άλλου είδους μελετών.” *3 Και γι' αυτό το λόγο, επανεξετάζοντας πλέον την πρότασή τους μετά από πολλά χρόνια, οι αρχιτέκτονες δεν κρύβουν μια μικρή ενοχή. Παρά την τόλμη και τον ιδεαλισμό (ή λόγω αυτών;) δεν ήταν δυνατό να αφουγκρασθούν τις επιθυμίες του χρήστη εκείνη την εποχή. Ένα ερώτημα είναι αν είχε πραγματοποιηθεί το έργο όπως είχε σχεδιαστεί αν θα είχε κατοικηθεί από τους χρήστες του, αν θα είχε επιβιώσει και εξελιχθεί σε αυτοτελή αστικό οργανισμό όπως στα πλάνα των δημιουργών του.
Είναι πολύ σύνηθες σήμερα ο αρχιτέκτονας να χάνεται μέσα στο ρόλο, καλύτερα στη θέση του, ως το απόλυτο υποκείμενο του σχεδιασμού. Φυσικά και επόμενα, η αρχιτεκτονική είναι ένα μέσο έκφρασης και συχνά ιδιαίτερα άμεσης και στρατηγικής σημασίας έκφρασης, αλλά μια πρόταση, στην αρχιτεκτονική, δεν υφίσταται χωρίς το αντικείμενο. Για πολλούς λόγους σήμερα έχει απομακρυνθεί το υποκείμενο από το αντικείμενο, ο αρχιτέκτονας από το χρήστη, η δημιουργία της αρχιτεκτονικής από την εμπειρία της (ίσως το θέμα κάποιου επόμενου άρθρου;).*7 Αυτό που θα μπορούσαμε να κρατήσουμε από το εγχείρημα του οικισμού στο Δίστομο είναι το πώς ζούμε “μαζί”, η απάντηση των Αντωνακάκη και δυνητικά η προσωπική απάντηση του καθενός σε αυτό. Σε μια ρομαντική εκδοχή, όπως στο παραμύθι της αρχής, όταν έχει κανείς την επιλογή “να ορίζει τη μοίρα του”, να διακρίνει τις ερωτήσεις που κρύβονται σε κάθε δεδομένη συνθήκη και δίνει τις προσωπικές του απαντήσεις, τότε ο κόσμος ίσως ζούσε καλά κι εμείς καλύτερα. Για να γίνει αυτό, μια σημαντική προϋπόθεση είναι να μπορεί κανείς να ακούει και να αφουγκράζεται τα πάντα γύρω του, και μιλώντας συγκεκριμένα για αρχιτεκτονική δημιουργία, από τις εκάστωτε πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, τις επιθυμίες του πελάτη, των χρηστών έως και την προσωπική του έκφραση. Κάτι τέτοιο βέβαια είναι τόσο πολυδιάστατα απρόβλεπτο που είναι πιθανό έως σίγουρο ότι θα αποτύχει, όπως και τα σχέδια των Αντωνακάκη. Και πάλι, να πώς μια "αποτυχία" μπορεί να γεννήσει δημιουργία. *8
Αννίτα Δούκα
Και όντως την παντρεύτηκε και ξύπνησε το επόμενο πρωί για να βρει δίπλα του μια πανέμορφη κοπέλα. Η κοπέλα του εξομολογήθηκε τότε ότι μια κακιά μάγισσα την είχε καταραστεί να έχει την όψη φιδιού μέχρι να βρει κάποιον να την παντρευτεί. Και τώρα θα έπρεπε εκείνος να αποφασίσει αν θα ήθελε να την έχει όμορφη το πρωί για να κυκλοφορεί μαζί της στον κόσμο και το βράδυ στο σπίτι να είναι γυναίκα-φίδι ή να είναι το πρωί φίδι και το βράδυ στο σπίτι τους πανέμορφη γυναίκα. Ο νέος το σκέφτηκε λίγο και της αποκρίθηκε: ”Είσαι ελεύθερη να επιλέξεις αυτό που θέλεις”. Τότε τα μάγια λύθηκαν μια για πάντα και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. *1
Λίγο πιο μακριά από όλα αυτά, σε ένα άλλο μέχρι πρότινος βασίλειο, στην Ελλάδα του 1969, και εν μέσω δικτατορίας, γεννήθηκε ένα εγχείρημα που χαρακτηρίστηκε ορόσημο στην ελευθερία έκφρασης και επιλογής στην αρχιτεκτονική. Ο λόγος για το σχεδιασμό του οικισμού στο Δίστομο Βοιωτίας από τη Σουζάνα και το Δημήτρη Αντωνακάκη. Πρόκειται για ένα συγκρότημα εργατικών κατοικιών που ανατέθηκε στους αρχιτέκτονες προκειμένου να στεγάσει τους εργαζόμενους στα μεταλλεία βωξίτη της εταιρείας Αλουμίνιον Ελλάς Α.Ε. Έπειτα από το αίτημα του ιδιοκτήτη να χτιστούν τρεις διαφορετικές πολυκατοικίες που θα στέγαζαν ανάλογα με τη θέση τους τους εργαζόμενους (διοικητικοί υπάλληλοι, μηχανικοί, εργάτες), οι αρχιτέκτονες αποφάσισαν να προτείνουν μια εναλλακτική σε αντίθεση με το κοινωνικά παρωπιδικό για εκείνους σενάριο. Βάσει της εναλλακτικής αυτής, σχεδιάστηκε ένας οικισμός με βασικές συνιστώσες την κοινωνική συμβίωση και τη μελλοντική εξέλιξη που στηρίζεται στην ανάμιξη των διαφόρων ειδικοτήτων και κατ' επέκταση κοινωνικών ομάδων. Ο χώρος οργανώνεται με βάση ένα σύστημα από ζώνες που τρέχουν παράλληλα η μια στην άλλη και στις οποίες εναλλάσσονται το ιδιωτικό και το δημόσιο, ανοιχτοί και κλειστοί χώροι.*2 Έτσι, οι διαφορετικές ομάδες στεγάζονται ανάλογα με τις ανάγκες τους και δεν περιορίζονται σε κοινωνικά στεγανές περιοχές.
Το έργο αυτό ακόμα και αν δεν υλοποιήθηκε σύμφωνα με το σχεδιασμό του και εγκαταλείφθηκε μετά από 26 χρόνια ζωής (1971-1997) παραμένει κατά κοινή ομολογία ένα από τα πιο ριζοσπαστικά εγχειρήματα της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής ακριβώς γιατί εισήγαγε σε πολλαπλές διαστάσεις τη σημασία της ελευθερίας της επιλογής.
“Αυτός ο κοινωνικός διαχωρισμός σε τρεις κατηγορίες των ανθρώπων που μας ζητήθηκε ιδιαίτερα τότε στο κλίμα της εποχής ήταν για εμάς απολύτως απαράδεκτος και αποκρουστικός”.*3 Δεδομένης της πολιτικής κατάστασης αλλά και της φύσης του έργου, η λύση που πρότεινε ο εργοδότης ήταν η πιο λογική. Έως τότε και για δύο αιώνες, από τη στιγμή που θεσμοθετήθηκε ο όρος εργατική κατοικία, αποκλειστικό στόχο αποτελούσε η μέγιστη αποδοτικότητα είτε αυτό μεταφράζονταν ως ενίσχυση του θεσμού της οικογένειας, είτε ως μέγιστη επίτευξη συνθηκών υγιεινής· γενικά, ως οτιδήποτε μπορούσε να κρατήσει τους εργαζόμενους μιας επιχείρησης συγκεντρωμένους, υγιείς και “προγραμματισμένα” ευτυχισμένους.*4 Οι Αντωνακάκη, ενώ σχεδίασαν την πρόταση που τους ζητήθηκε, πρότειναν παράλληλα την εναλλακτική του οικισμού, δίνοντας την επιλογή στον πελάτη τους να διαλέξει ανάμεσα στο έως τότε δεδομένο και το καινοτόμο, στον προγραμματισμένο χώρο και το χώρο μιας κοινωνικής επιλογής βασισμένης στο τυχαίο της συνάντησης.
Αυτό που ουσιαστικά τόλμησαν οι αρχιτέκτονες είναι να δώσουν μια νέα απάντηση στο τι θα μπορούσε να γίνει, στο τι σημαίνει εργατική κατοικία ή εργατικός οικισμός. Το έργο αυτό εκτιμήθηκε και ιδιαίτερα στους αρχιτεκτονικούς κύκλους (αν και πιο συλλογικά είναι λιγότερο γνωστό) γιατί κατάφερε από τη μια να πείσει τον εργοδότη από την άλλη, να κάνει ρεαλιστική μια μικρή μορφή ιδεαλιστικής ουτοπίας. Ακόμα περισσότερο, γιατί, αρχιτεκτονικά, και παρότι σκληρά ορθολογιστικό και μπετονένιο, κατόρθωσε να ακουμπήσει σε ένα φυσικό περιβάλλον με λεπτή ευαισθησία χωρίς να είναι παράταιρο ή προσποιητό και παράλληλα να εμφυσήσει τις αξίες της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής που και οι δύο αρχιτέκτονες είχαν μελετήσει διεξοδικά ήδη από τη φοίτησή τους έως και τα πρώτα επαγγελματικά τους χρόνια. Πιο σημαντικά, γιατί τόλμησε να χωρέσει όλο τον ενθουσιασμό των αρχιτεκτόνων να φανταστούν όχι μόνο έναν εργατικό “αποδοτικό” οικισμό αλλά μια οργανική πόλη με δυνατότητες εξέλιξης στο χώρο και στο χρόνο.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η επιλογή αυτή των αρχιτεκτόνων σήμαινε και ελευθερία επιλογών για τους χρήστες του έργου. Στον προτεινόμενο οικισμό, το ιδιωτικό, το δημόσιο και το κοινόχρηστο εναλλάσσονταν ροϊκά και με μια εύγλωττη πολυπλοκότητα. Σύμφωνα με τη Σουζάνα Αντωνακάκη “προσπαθούμε να υπάρχει το κίνητρο για συγκερασμό της ζωής, να υπάρχει η δυνατότητα από το σχεδιασμό να γίνονται οι συναντήσεις αλλά να υπάρχει και το δημόσιο και το ιδιωτικό σε ένα σύνολο”.*5 Το νέο στοιχείο που υιοθέτησαν όμως οι Αντωνακάκη, ήταν οι ενδιάμεσοι χώροι, μια συνθήκη που ο κάθε χρήστης μπορεί να ερμηνεύσει προσωπικά και επακόλουθα να χρησιμοποιήσει κατ' επιλογή και ανάγκη. Οι ενδιάμεσοι χώροι ενυπήρχαν ήδη ως κύριο χαρακτηριστικό στην παραδοσιακή ελληνική αρχιτεκτονική, περιγράφηκαν όμως με σαφήνεια και από την ομάδα των Team X ως ένα από τα τέσσερα σημεία δημιουργικής προσέγγισης της αρχιτεκτονικής. “Η χωρική αμφισημία ανάμεσα στο μέσα και το έξω, ορίζουν όπως ισχυρίζεται και ο Simmel, ένα πραγματικό χώρο επιλογής και ελευθερίας.”*6
Στην περίπτωση του Δίστομου, όμως, το πείραμα απέτυχε. Όπως περιγράφει ο Δημήτρης Αντωνακάκης: “Απ'ό,τι απεδείχθη εκ των υστέρων, και οι τρεις αυτές διαφορετικές ομάδες (διοικητικοί υπάλληλοι, μηχανικοί, εργάτες) προτιμούσαν να κάθονται σε διαφορετικές περιοχές στο εστιατόριο και στην ταβέρνα και αισθανόντουσαν καλά όλοι μαζί. Αλλά αυτά τα διαπιστώσαμε εκ των υστέρων και αποτελεί αντικείμενο άλλου είδους μελετών.” *3 Και γι' αυτό το λόγο, επανεξετάζοντας πλέον την πρότασή τους μετά από πολλά χρόνια, οι αρχιτέκτονες δεν κρύβουν μια μικρή ενοχή. Παρά την τόλμη και τον ιδεαλισμό (ή λόγω αυτών;) δεν ήταν δυνατό να αφουγκρασθούν τις επιθυμίες του χρήστη εκείνη την εποχή. Ένα ερώτημα είναι αν είχε πραγματοποιηθεί το έργο όπως είχε σχεδιαστεί αν θα είχε κατοικηθεί από τους χρήστες του, αν θα είχε επιβιώσει και εξελιχθεί σε αυτοτελή αστικό οργανισμό όπως στα πλάνα των δημιουργών του.
Είναι πολύ σύνηθες σήμερα ο αρχιτέκτονας να χάνεται μέσα στο ρόλο, καλύτερα στη θέση του, ως το απόλυτο υποκείμενο του σχεδιασμού. Φυσικά και επόμενα, η αρχιτεκτονική είναι ένα μέσο έκφρασης και συχνά ιδιαίτερα άμεσης και στρατηγικής σημασίας έκφρασης, αλλά μια πρόταση, στην αρχιτεκτονική, δεν υφίσταται χωρίς το αντικείμενο. Για πολλούς λόγους σήμερα έχει απομακρυνθεί το υποκείμενο από το αντικείμενο, ο αρχιτέκτονας από το χρήστη, η δημιουργία της αρχιτεκτονικής από την εμπειρία της (ίσως το θέμα κάποιου επόμενου άρθρου;).*7 Αυτό που θα μπορούσαμε να κρατήσουμε από το εγχείρημα του οικισμού στο Δίστομο είναι το πώς ζούμε “μαζί”, η απάντηση των Αντωνακάκη και δυνητικά η προσωπική απάντηση του καθενός σε αυτό. Σε μια ρομαντική εκδοχή, όπως στο παραμύθι της αρχής, όταν έχει κανείς την επιλογή “να ορίζει τη μοίρα του”, να διακρίνει τις ερωτήσεις που κρύβονται σε κάθε δεδομένη συνθήκη και δίνει τις προσωπικές του απαντήσεις, τότε ο κόσμος ίσως ζούσε καλά κι εμείς καλύτερα. Για να γίνει αυτό, μια σημαντική προϋπόθεση είναι να μπορεί κανείς να ακούει και να αφουγκράζεται τα πάντα γύρω του, και μιλώντας συγκεκριμένα για αρχιτεκτονική δημιουργία, από τις εκάστωτε πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, τις επιθυμίες του πελάτη, των χρηστών έως και την προσωπική του έκφραση. Κάτι τέτοιο βέβαια είναι τόσο πολυδιάστατα απρόβλεπτο που είναι πιθανό έως σίγουρο ότι θα αποτύχει, όπως και τα σχέδια των Αντωνακάκη. Και πάλι, να πώς μια "αποτυχία" μπορεί να γεννήσει δημιουργία. *8
Αννίτα Δούκα
*εικόνες (από πάνω και αριστερά προς κάτω και δεξιά)
1. διάγραμμα οργάνωσης του οικισμού σε ζώνες (ΚΑ: κατοικία) (ΔΡ: δρόμος) (ΥΠ: υπαίθριος χώρος). Διαφαίνονται οι τυπολογίες των κατοικιών και στην τομή ο τρόπος που οι οικισμός αγγίζει στο τοπίο.
2. σκίτσα χωρικών ποιοτήτων του Δημήτρη Αντωνακάκη από το χωριό Αρνάδος
3. masterplan, ο οικισμός στο Δίστομο
4.η μακέτα που έπεισε τον πελάτη Ιωάννη Μπάρλο να προχωρήσει με την πρόταση του οικισμού
1. διάγραμμα οργάνωσης του οικισμού σε ζώνες (ΚΑ: κατοικία) (ΔΡ: δρόμος) (ΥΠ: υπαίθριος χώρος). Διαφαίνονται οι τυπολογίες των κατοικιών και στην τομή ο τρόπος που οι οικισμός αγγίζει στο τοπίο.
2. σκίτσα χωρικών ποιοτήτων του Δημήτρη Αντωνακάκη από το χωριό Αρνάδος
3. masterplan, ο οικισμός στο Δίστομο
4.η μακέτα που έπεισε τον πελάτη Ιωάννη Μπάρλο να προχωρήσει με την πρόταση του οικισμού
"ο οικισμός και το τοπίο"
image copyrights atelier 66 Εργάζομαι άρα κατοικώ, η περίπτωση του συγκροτήματος κατοικιών των μεταλλείων Μπάρλου στο Δίστομο Βοιωτίας, των Δ. & Σ. Αντωνακάκη (2012) *1
παραδοσιακό παραμύθι, τροποποιημένο λόγω μνήμης και αναγκών κειμένου, βασισμένο στην αφήγηση από το "Παραμύθια από τις σκοτεινές γωνιές του κόσμου" από τον Ταξιάρχη Μπεληγιάννη και την ομάδα ΠΟΛΛΟΙ-χώρος-ΑΝΤΑΜΑ, 13/09/2019, Cobra High Athens *3
"Το εγχείρημα στο Δίστομο: πριν και μετά", Δημήτρης Αντωνακάκης, Εργάζομαι άρα κατοικώ, η περίπτωση του συγκροτήματος κατοικιών των μεταλλείων Μπάρλου στο Δίστομο Βοιωτίας, των Δ. & Σ. Αντωνακάκη, (2012), επιμέλεια Β. Πετρίδου, Π. Πάγκαλος, Ν. Κυρκίτσου *4
"Βιομήχανοι και αρχιτέκτονες=οικισμοί εργατών στην Ευρώπη", Β.Πετρίδου, Εργάζομαι άρα κατοικώ, η περίπτωση του συγκροτήματος κατοικιών των μεταλλείων Μπάρλου στο Δίστομο Βοιωτίας, των Δ. & Σ. Αντωνακάκη, (2012), επιμέλεια Β. Πετρίδου, Π. Πάγκαλος, Ν. Κυρκίτσου |
*5
ντοκιμαντέρ "Ιστορία των χρόνων μου, Δημήτρης & Σουζάνα Αντωνακάκη 1969", (2004), Μάρκος Γκάστιν, παραγωγή ΕΡΤ Α.Ε., εκτέλεση ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ https://archive.ert.gr/8281/ *6
"Πέραν του Μοντέρνου: Ο Οικισμός στο Δίστομο και το ΤΕΑΜ Χ", Ηλίας Κωνσταντόπουλος, Εργάζομαι άρα κατοικώ, η περίπτωση του συγκροτήματος κατοικιών των μεταλλείων Μπάρλου στο Δίστομο Βοιωτίας, των Δ. & Σ. Αντωνακάκη, (2012), επιμέλεια Β. Πετρίδου, Π. Πάγκαλος, Ν. Κυρκίτσου 7
"Αυτό που μοιάζει να ήταν απαραίτητο για να οδηγηθούμε στις συγκεκριμένες «δημιουργικές προτάσεις» ήταν η εγρήγορσή μας και η έγνοιά μας κάθε στιγμή να συνδέσουμε αυτά που συμβαίνουν και πραγματοποιούνται καθημερινά, σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δημιουργίας με την αρχιτεκτονική πράξη και τα προβλήματα του χώρου. Του χώρου που καλείται ο άνθρωπος να οικειοποιηθεί και ο οποίος πρέπει να τον παρακολουθεί στη ζωή σαν μια προστατευτική, διακριτική και μερικές φορές ανεκτίμητη, φιλική συντροφιά." "Το εγχείρημα στο Δίστομο: πριν και μετά", Δημήτρης Αντωνακάκης, Εργάζομαι άρα κατοικώ, η περίπτωση του συγκροτήματος κατοικιών των μεταλλείων Μπάρλου στο Δίστομο Βοιωτίας, των Δ. & Σ. Αντωνακάκη, (2012), επιμέλεια Β. Πετρίδου, Π. Πάγκαλος, Ν. Κυρκίτσου *8
“Αδίκως λέμε εκείνο που βλέπουμε, γιατί εκείνο που βλέπουμε δεν κατοικεί σε εκείνο που λέμε και αδίκως προσπαθούμε να δείξουμε με εικόνες, μεταφορές, συγκρίσεις, εκείνο που λέγεται γιατί ο τόπος στον οποίο λάμπουν (οι λέξεις) δεν είναι εκείνος που ξεδιπλώνεται εμπρός στα μάτια, αλλά εκείνος που ορίζουν οι συντακτικές σχέσεις τους.” Philippe Boudon, Pessac de Le Corbusier (1927-1967) : Etude socio-architecturale, Paris, Dunod, 1969 από το κείμενο "Η μηχανική της κατοικίας: Ουτοπία και πραγματικότητα στo Pessac του Le Corbusier", Παναγιώτης Τουρνικιώτης, Εργάζομαι άρα κατοικώ, η περίπτωση του συγκροτήματος κατοικιών των μεταλλείων Μπάρλου στο Δίστομο Βοιωτίας, των Δ. & Σ. Αντωνακάκη, (2012), επιμέλεια Β. Πετρίδου, Π. Πάγκαλος, Ν. Κυρκίτσου |